maniac$46693$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

maniac$46693$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Maniac (film); Maniac!; Maniacs; Maniac song; Maniac (disambiguation); Maniac (song); Maniac (TV series); Maniac (series); Maniac (single)

maniac      
adj. μανιακός, τρελλός

Ορισμός

maniac
['me?n?ak]
¦ noun
1. a person exhibiting extremely wild or violent behaviour.
2. informal an obsessive enthusiast.
3. Psychiatry, archaic a person suffering from mania.
Derivatives
maniacal m?'n???k(?)l adjective
maniacally m?'n???k(?)li adverb
Origin
C16: via late L. from late Gk maniakos, from mania (see mania).

Βικιπαίδεια

Maniac

Maniac (from Greek μανιακός, maniakos) is a pejorative for an individual who experiences the mood known as mania. In common usage, it is also an insult for someone involved in reckless behavior.

Maniac may also refer to: